Στην άρθρωση του ώμου υπάρχουν τέσσερις τένοντες οι οποίοι είναι «υπεύθυνοι» για τις περισσότερες κινήσεις της άρθρωσης και λειτουργώντας αρμονικά επιτρέπουν τον ώμο να περιστρέφεται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Αυτοί είναι ο υπερακάνθιος, ο υπακάνθιος, ο ελλάσων στρογγύλος και ο υποπλάτιος. Βρίσκονται σε άμεση σχέση μεταξύ τους, έχοντας κοινή κατάφυση στην κεφαλή του βραχιονίου, σχηματίζοντας ένα είδος πετάλου, το οποίο και ονομάζεται «πέταλο των στροφέων ή στροφικό πέταλο». Ο πιο ευπαθής και συχνότερα τραυματιζόμενος τένοντας από τους τέσσερις είναι ο υπερακάνθιος.

Κατά τη διάρκεια των κινήσεων απαγωγής και έξω στροφής του ώμου, κινείται κάτω από το ακρώμιο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τριβή και στη συνέχεια εκφύληση ή ρήξη του τένοντα. Το ακρώμιο, η οστική προεκβολή της ωμοπλάτης δημιουργεί την οροφή κάτω από την οποία κινείται κυρίως ο υπερακάνθιος αλλά και οι υπόλοιποι τένοντες του στροφικκού πετάλου. Όταν αυτός ο χώρος δεν είναι αρκετός, δημιουργείται το «σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής» με χαρακτηριστικό του το νυντερινό πόνο ο οποίος δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα κοινά παυσίπονα. Η στένωση του υπακρωμιακού χώρου εξελίσσεται σε φθορά του στροφικού πετάλου η οποία εάν δεν αντιμετωπισθεί σωστά, εξελίσσεται σε μερική και πολλές φορές ολική ρήξη του τένοντα, κυρίως του υπερακανθίου.

Η τενοντοπάθεια του ώμου μπορεί να οφείλεται σε «υπέρχηση» όπως και οι περισσότερες τενοντοπάθειες, μπορεί όμως να συνυπάρχουν «ανατομικές παραλλαγές» στον τύπο του ακρωμίου, το οποίο λόγω της ανατομίας του σε ορισμένους ανθρώπους (δίκην αγκίστρου), προκαλεί μεγαλύτερη φθορά στους τένοντες του στροφικού πετάλου.

Η τενοντοπάθεια του στροφικού πετάλου είναι πάθηση ανεξαρτήτου ηλικίας. Αφορά νεαρούς ενήλικες, αθλητές οι οποίοι χρησιμοποιούν το χέρι τους σε κινήσεις πάνω από το ύψος του ώμου ( volley, basket, handball, άλμα επι κοντώ) αλλά και μεγαλύτερες ηλικίες όπου λόγω καθημερινών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων η φθορά των τενόντων έρχεται ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας καταπόνησης.

Η διάγνωση της πάθησης θα ξεκινήσει αρχικά με την κλινική εξέταση και στη συνέχεια η απλή ακτινογραφία πρέπει να διενεργείται. Ο συνδυασμός κλινικής εξέτασης και ακτινογραφίας είναι στη πλειονότητα των περιπτώσεων αρκετός για τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση της πάθησης. Η χρήση της μαγνητικής τομογραφίας είναι επίσης πολύ χρήσιμη χωρίς ωστόσο να θεωρείται απολύτως απαραίτητη, κυρίως λόγω κόστους και μη έγκρισης από τα ασφαλιστικά ταμεία.

Η αντιμετώπιση της τενοντοπάθειας, όπως και η πλειονότητα των Ορθοπαιδικών παθήσεων είναι συντηρητική και χειρουργική. Η συντηριτική αντιμετώπιση αφορά σχεδόν όλους τους ασθενείς ως αρχική αντιμετώπιση και περιλαμβάνει την χρήση ΜΣΑΦ (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη), ανάρτηση του άκρου και παγοθεραπεία. Πολλοί Ορθοπαιδικοί κάνουν χρήση ενδαρθρικών εγχύσεων κορτικοστεροιδών (κορτιζόνη), η χρήση τους όμως μπορεί να αποβεί μοιραία για τους τένοντες, κυρίως στο απότερο μέλλον. Έτσι στις νεότερες ηλικίες και σε κυρίως σε αθλητές κρίνεται απαγορευτική. Με την ύφεση των συμπτωμάτων η χρήση της φυσικοθεραπείας μπορεί να βοηθήσει, αν και σε αρκετές περιπτώσεις, ακριβώς γιατί πρόκειται για σύνδρομο υπέρχρησης, δεν έχει απολύτως ικανοποιητικά αποτελέσματα. Σημειώνουμε βέβαια ότι η φυσικοθεραπεία μπορεί να ανακουφίσει αλλά δεν διορθώνει  αυτό που εμποδίζει τη σωστή λειτουργία της άρθρωσης.

Σε περιπτώσεις όπου η συντηρητική αντιμετώπιση αποτύχει, η χειρουργική θεραπεία έχει το πρώτο λόγο. Η αρθροσκοπική τεχνική που χρησιμοποιείται προσφέρει στον χειρουργό άμεση όραση και παρέμβαση σε κάθε μορφής βλάβη εντός της άρθρωσης ενώ στον ασθενή μικρή νοσηρότητα της περιοχής και ταχύτερη επανένταξη στις επαγγελματικές ή αθλητικές δραστηριότητές του. Η εξέλιξη της αρθροσκοπικής χειρουργικής μειώνει τα ποσοστά υποτροπών και αυξάνει τις πιθανόητες επιτυχίας της επέμβασης, έχοντας αντικαταστήσει πλήρως τις ανοικτές επεμβάσεις στον ώμο.